- χι
- το / χῑ, ΝΜΑ, και χεῑ ΜΑάκλ. το εικοστό δεύτερο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτουνεοελλ.1. καθετί που έχει το σχήμα τού Χ2. μαθημ. α) το σημείο του πολλαπλασιασμούβ) ο ζητούμενος αριθμός («ο άγνωστος χ»)3. είδος δαντέλας4. ναυτ. διασταύρωση τών αλυσίδων δύο αγκυρών, αλλ. σταυρός ή βόλτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. γράμματος που δεν έχει αντίστοιχο τ. στη Σημιτική και έχει σχηματιστεί στην Ελληνική κατά το πῖ / πεῖ (βλ. και λ. πι [Ι])].
Dictionary of Greek. 2013.